- θυρεπανοῖκται
- θυρεπανοίκτηςdoor-openermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DIRECTARII — dicti qui in alienas aedes dirigebant, furandigratiâ. Glossae, Directarius ὁ εἰς τὰς ἀλλοτρίας ἕνεκεν τȏυ κλέψαι εἰσερχόμενος οἰκίας, quae interpretatio ab Ulpian est, qui l. 9. de Offic. Proc. Directarios ita exposuit. In iisdem Glossis,… … Hofmann J. Lexicon universale
θυρεπανοίκτης — θυρεπανοίκτης, ὁ (Α) 1. (για τον φιλόσοφο Κράτητα που γινόταν παντού ευχαρίστως δεκτός) αυτός για τον οποίο ανοίγονται όλες οι πόρτες 2. αυτός που παραβιάζει τις πόρτες 3. στον πληθ. οἱ θυρεπανοῑκται οι διαρρήκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + επ… … Dictionary of Greek